- έπαρχος
- Βυζαντινός στρατιωτικός τίτλος με ρωμαϊκή προέλευση που απαντάται για πρώτη φορά την περίοδο της βασιλείας του Κωνστάντιου (337-361) για τον άρχοντα της Κωνσταντινούπολης. Ο έ., που συγκαταλεγόταν στους ανώτατους αξιωματούχους του κράτους, ήταν πρώτος στην τάξη συγκλητικός, μέλος του consistorium principis και αντικαταστάτης του βασιλιά σε περίπτωση απουσίας του. Διοριζόταν με διάταγμα του αυτοκράτορα και στο πλαίσιο της εθιμοτυπίας που ίσχυε κατά την ανάληψη των καθηκόντων του φορούσε την τήβεννο και περιερχόταν στην πόλη πάνω σε άρμα. Τον 9o αι. περιλαμβανόταν στην τάξη των πατρικίων και, σύμφωνα με το Κλητορολόγιο του Φιλόθεου, ήταν ο επικεφαλής των δικαστών.
Ειδικότερα, ο έ. είχε το δικαίωμα να δικάζει και να επιβάλει ποινές για αδικήματα που είχαν διαπραχθεί στη πρωτεύουσα ή στα περίχωρά της, να συμμετέχει ως πρόεδρος στο αυτοκρατορικό δικαστήριο όταν απουσίαζε ο βασιλιάς, να επιβλέπει την τήρηση της τάξης στην πόλη και να απαγορεύει κατά την κρίση του την είσοδο ατόμου ή ατόμων σε αυτήν. Επιπλέον, φρόντιζε για τον ανεφοδιασμό της πόλης σε τρόφιμα και μπορούσε να παρεμβαίνει ρυθμιστικά σε ζητήματα που αφορούσαν την οικονομική και εμπορική της κίνηση.
Το αξίωμα του ε. έπαψε ουσιαστικά να ισχύει τον 12o αι., οπότε η πρωτεύουσα του Βυζαντίου μεταφέρθηκε στη Νίκαια και ο τίτλος απέκτησε τιμητική σημασία.
* * *ο, θηλ. επαρχίνα και επάρχισσα (AM ἔπαρχος, θηλ. ἐπαρχῑνα και ἐπάρχισσα)μσν.- νεοελλ.1. ανώτερος διοικητικός υπάλληλος, διοικητής επαρχίας2. θηλ. η σύζυγος τού επάρχουμσν.αξιωματούχος με διάφορες αρμοδιότητες («έπαρχος πόλεως», «έπαρχος τών νυκτών»)αρχ.1. αυτός που έχει την ανώτατη αρχή, αρχηγός, ηγεμόνας2. κυβερνήτης, διοικητής («Κιλίκων ἔπαρχος», Αισχύλ.)3. φρ. «ἔπαρχος ἀρχή» — το αξίωμα τού επάρχου, τού πραίτορος («ἀρχὴ ἔπαρχος στόλου» — το αξίωμα τού ναυάρχου).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αρχος (< άρχω)].
Dictionary of Greek. 2013.